08 Μαΐου, 2013

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ένα από τα εγκλήματα που συγκλόνισε το πανελλήνιο είναι η δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου, το 1931, στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Καλλιθέα στην συνοικία της χαροκόπου.


 

Το γεγονός αυτό είχε χαρακτηριστεί <<έγκλημα του αιώνα>>, αφού ήταν το πρώτο έγκλημα τέτοιου είδους.

Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος δολοφονήθηκε από την σύζυγο, την πεθερά του και τον ξάδελφο της συζύγου του. Συγκεκριμένα, το έγκλημα διαπράχτηκε από τον Δημήτρη Μοσκιό, με εντολή της θείας του και πεθεράς του θύματος και με την ανοχή της γυναίκας του, της ωραίας Σοφίας (Φούλας).



Η ιστορία περιέχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως τον κρυφό έρωτα της πεθεράς για τον άντρα της κόρης -που εξελίχτηκε σε μίσος- και το κρυφό πάθος του δολοφόνου για την ξαδέρφη του. Όλα αυτά συνέβαιναν σε μια Ελλάδα που είχε ακόμα ανοιχτές τις πληγές της από την Μικρασιατική Καταστροφή. 



Η Αθήνα επεκτεινόταν με γρήγορους ρυθμούς και σε μια πενταετία είχε διπλασιαστεί. Παντού χτίζονταν καινούργια σπίτια για τους πρόσφυγες και στις γειτονιές βασίλευε η πείνα και η ανέχεια. Οι οικονομικά ευκατάστατοι διασκέδαζαν στα νυχτερινά κέντρα και στα σεπαρέ... Ας αρχίσουμε όμως την ιστορία από την αρχή...

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ: Στου χαροκόπου βρισκόταν το σπίτι του Δημήτρη Αθανασόπουλου και της γυναίκας του Φούλας. Το ζευγάρι είχε τρία παιδιά και μαζί τους έμενε και η πεθερά του Αθανασόπουλου, Άρτεμις. Η ζωή του ζευγαριού όμως δεν ήταν ειδυλλιακή. Ο Αθανασόπουλος ήταν τριάντα έξι χρόνων, ένας αμετανόητος γυναικάς και η σύζυγος του στα 23 της χρόνια, με πολλούς θαυμαστές και δεν ανεχόταν τα περίεργα γούστα του άντρα της. Τον τελευταίο καιρό αρνούνταν να εκτελέσει τα συζυγικά της καθήκοντα. 

Το τελευταίο διάστημα πριν το φονικό ο Αθανασόπουλος δεν έμενε σπίτι του, γιατί οι σχέση του με την πεθερά του δεν πήγαινε καθόλου καλά και η γυναίκα του αρνούνταν να την διώξει από το σπίτι. Κάθε δεκαπέντε μέρες περνούσε από το σπίτι του για να δει τα παιδιά του, άλλα και την γυναίκα του. Μπορεί να ήταν γυναικάς, αλλά δεν ήθελε να αφήνει την δική του ανικανοποίητη, επειδή την ποθούσε αλλά και από φόβο για να μην βρει άλλο άντρα. Τη νύχτα της 3ης προς 4ης Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος μεθυσμένος γύρισε στο σπίτι του στου Χαροκόπου μετά από γλέντι με φίλους και γυναίκες σε ένα σεπαρέ. 

Η Φούλα τον δέχτηκε, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να υποκύψει στις ορέξεις του. Έξαλλος που η γυναίκα του αρνούνταν να του προσφέρει ότι οι άλλες του το έδιναν απλόχερα την βίασε παρά φύσει!! Εκείνη τρομαγμένη κατάφερε να του ξεφύγει και ζήτησε βοήθεια από την μάνα της. Η Άρτεμις, η μητέρα της Φούλας, ήταν 45 χρονών. Οι σχέσεις με τον γαμπρό της τον τελευταίο καιρό ήταν πολύ κακές και τα γεγονότα από εκείνο το βράδυ έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει. Αποφάσισε να τον σκοτώσει... 

Στο σπίτι φιλοξενούσαν εκείνο το διάστημα και τον ανιψιό της Άρτεμις. Ήταν ένας νεαρός γύρο στα 17 ο οποίος ήταν κρυφά ερωτευμένος με την ξαδέρφη του. Βλέποντας την κακοποιημένη δεν άντεξε και πήγε στον Αθανασόπουλο να του ζητήσει τον λόγο. Αυτός τον προσέβαλε άσχημα. Εξοργισμένος ο νεαρός αποφάσισε να τον σκοτώσει. Συμπαράσταση σε αυτή την απόφαση πήρε και από την θεία του και την πεθερά του Αθανασόπουλου. Ο Αθανασόπουλος ήταν στο δωμάτιό του και κοιμόταν, ο νεαρός μπήκε πάλι μέσα και του ζήτησε τον λόγο, άλλα ο Αθανασόπουλος του μίλησε ξανά άσχημα και αυτός τον πυροβόλησε. Η σφαίρα τον βρήκε στον τράχηλο, άλλα δεν τον σκότωσε. 

Ξαφνιασμένος προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά άλλος ένας πυροβολισμός τον βρήκε στον κρόταφο και έπεσε νεκρός κάτω γεμίζοντας το χαλί με αίματα. Η Φούλα άκουσε τον θόρυβο και πήγε να δει τι συμβαίνει, πρώτη της αντίδραση ήταν να βάλει τα κλάματα και να ζητήσει να φωνάξουν έναν αστυνομικό, άλλα η μητέρα της της είπε ότι το έκαναν για εκείνη. Επειδή δεν σταματούσε τα κλάματα και τις φωνές την χτύπησε η μάνα της και την άφησε λιπόθυμη.


ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟ: Μετά τον φόνο οι δράστες είχαν ένα πτώμα που δεν ήξεραν τι να το κάνουν. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από αυτό. Κάποια στιγμή που έλειπαν τα παιδιά από το σπίτι αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στο πτώμα, αλλά δημιουργήθηκε έντονος καπνός και μυρωδιά με αποτέλεσμα να φοβηθούν γιατί υπήρχε κίνδυνος να τους προδώσει στην γειτονιά.

Η φωτιά έσβησε από μόνη της και τότε πάλι η πεθερά του θύματος βρήκε την λύση. Πρότεινε να τεμαχίσουν το θύμα και να τον βάλουν μέσα σε τσουβάλια δένοντάς τα σφιχτά, όπως κι έγινε. Τώρα όμως έπρεπε να ξεφορτωθούν τα τσουβάλια. Για καλή τους τύχη εκείνη την ώρα πέρασε ένας γνωστός τους και θαυμαστής της Φούλας. Η μάνα της του αποκάλυψε την αλήθεια και του ζήτησε να τους βοηθήσει χρησιμοποιώντας την γοητεία της κόρης της. Αυτός παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην γοητεία της Φούλας και τελικά δέχτηκε. Μαζί με έναν ανιψιό του φόρτωσαν τους σάκους σε μια καρότσα ενός φίλου του, δίνοντάς του κι ένα σημαντικό ποσό προς αμοιβή, με την εντολή να το πετάξει μακριά στον ποταμό Κηφισό το βράδυ ώστε να μην γίνει αντιληπτός από κανέναν. Όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος τους. Εκεί που πετάχτηκαν οι σάκοι δεν υπήρχε μεγάλο βάθος με αποτέλεσμα να είναι ορατοί.

Την επόμενη μέρα, στις 6 Ιανουαρίου ημέρα των Φώτων, οι σάκοι έγιναν ορατοί από έναν διερχόμενο διαβάτη ο οποίος κάλεσε την αστυνομία. Η αστυνομία έφτασε έγκυρα στο σημείο και έμειναν άναυδοι, τόσο αυτοί όσο και οι περίοικοι, από το θέαμα που αντίκρισαν και την αγριότητα του εγκλήματος. Τις έρευνες τις ανέλαβε ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών. Ήταν πολύ δύσκολο να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του πτώματος, αλλά μετά από έρευνες αυτό έγινε εφικτό. Στην αρχή έψαχνε στο φιλικό και επαγγελματικό του χώρο και συγκεκριμένα σε έναν φίλο γιατρό του θύματος, επειδή θεώρησε ότι ο τεμαχισμός έγινε από άνθρωπο που γνώριζε από ανατομία. Σύντομα έφτασαν όμως στους πραγματικούς ενόχους. 

Σε αυτό βοήθησαν κάποιες μαρτυρίες που ανέφεραν ότι είδαν το θύμα να μπαίνει στο σπίτι του εκείνο το βράδυ, κάτι που η πεθερά του είχε αρνηθεί όπως και κάποια άλλα ευρήματα σπάγκου και χασαπόχαρτου που ταίριαζαν με αυτά που βρέθηκαν στους σάκους. Λίγο αργότερα βρήκαν και κηλίδες αίματος που οι δράστες είχαν ξεχάσει να καθαρίσουν. Όλα αυτά έκαναν τους δολοφόνους να ομολογήσουν. Η είδηση για το φονικό συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. Μάλιστα ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και ταξίδεψε σε όλων τον κόσμο. Την δίκη των κατηγορουμένων την παρακολούθησαν πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι. Ακόμα και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Γενεύη ζήτησε να μάθει νέα για το στυγερό έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα. Ακόμα και η εκκλησία πήρε θέση και καταδίκασε τους φονιάδες με ποιμαντορική εγκύκλιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου, που διαβάστηκε σε όλους τους ναούς.


Η ΠΟΛΥΚΡΟΤΗ ΔΙΚΗ: Μετά τις ανακρίσεις, η σύζυγος, ο ξάδερφός της και η πεθερά του θύματος οδηγήθηκαν στα κρατητήρια της Ασφάλειας στις Φυλακές Συγγρού. Ο ανιψιός οδηγήθηκε στο Δρομοκαΐτειο, όπου κρατήθηκε για να θεραπευτεί. Ένα χρόνο μετά το έγκλημα άρχισε η πολύκροτη δίκη. Οι κατηγορούμενοι είναι επτά: η πεθερά, η σύζυγος, ο ανιψιός, η οικιακή βοηθός, ο Σπύρος Μαγουλόπουλος και ο ανιψιός του, και ο Γιώργος Κορναράκης που βοήθησαν στην εξαφάνιση του θύματος. Η δίκη κράτησε σαράντα μέρες όπου κατέθεσαν πολλοί μάρτυρες, ιδιαίτερα γείτονες που μίλησαν για την οικογενειακή κατάσταση του ζευγαριού και τις φασαρίες που δημιουργούσε το θύμα. 

Τα όσα κατατέθηκαν για την σεξουαλική συμπεριφορά του θύματος, ανάγκασαν το δικαστήριο την 19η μέρα της δίκης να γίνει κεκλεισμένων των θυρών. Οι απολογίες των κατηγορουμένων, κυρίως της πεθεράς, έγιναν σε κλίμα έντασης και αντεγκλήσεων. Η μάνα του Αθανασόπουλου έριχνε κατάρες στις φόνισσες του γιου της. Οι κατηγορούμενοι κινδύνεψαν να λυντσαριστούν από το πλήθος. Στην απολογία της η Κάστρου (η πεθερά) ανέλαβε όλη την ευθύνη για τον φόνο.<<Εγώ φταίω για όλα. Όλοι είναι αθώοι. Καταδικάστε με σε θάνατο!>>. Η Φούλα στην απολογία της ισχυρίστηκε ότι παρόλο που παντρεύτηκε τον Αθανασόπουλο χωρίς την θέληση της, τον αγάπησε. 

Αλλά ενώ αυτή φρόντιζε για το μέλλον τους αυτός την χτυπούσε, την έβριζε και μέχρι και τα δαχτυλίδια της έβαζε ενέχυρο για να χαρτοπαίζει στις λέσχες. Μετά την απολογία κατηγορουμένων οι καταδίκες ήταν βαριές. Η σύζυγος και η πεθερά του θύματος καταδικάστηκαν εις θάνατον. Η οικιακή βοηθός εις ισόβια δεσμά. Ο ανιψιός σε κάθειρξις 20 ετών. Ο Σπύρος Μαγουλόπουλος σε κάθειρξις 18 μηνών και ο ανιψιός του αθώος. Ήταν αυτή που βοήθησαν για την εξαφάνιση του πτώματος. Αθώος και ο Γιώργος Κορναράκης, που με το κάρο του βοήθησε στην μεταφορά του θύματος.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ: Μετά την δίκη η Φούλα και η μητέρα της οδηγήθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ. Η ζωή τους δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολη. Ο διευθυντής των φυλακών ερωτεύτηκε την Φούλα και έκανε τα πάντα για να περνάει καλά. Από αυτό επωφελήθηκε και η μητέρα της και η οικιακή βοηθός. Δέκα χρόνια αργότερα με την κυβέρνηση των δοσίλογων και με πρωθυπουργό Τσολάκογλου και υπουργό δικαιοσύνης τον Αντώνη Λιβιεράτο, έβγαλε με διάταγμα από τις φυλακές όλους τους βαρυποινίτες. Με το διάταγμα αυτό αποφυλακίστηκαν και η Φούλα με την μητέρα της μολονότι είχαν θανατική καταδίκη. 

Σε αυτό φρόντισε βέβαια ο διευθυντής των φυλακών που ήταν συγγενής με τον Τσολάκογλου. Παρόλο που ο διευθυντής είχε κάνει πρόταση γάμου στην Φούλα όσο αυτή ήταν ακόμα μέσα στην φυλακή, μετά την αποφυλάκιση της δεν παντρεύτηκε αυτόν αλλά έναν συνταγματάρχη που γνώρισε με πλούσια πολεμική και εθνική δράση. Εγκαταστάθηκαν στο Φάληρο  χωρίς την μάνα της,και η Φούλα ήταν πολύ ευτυχισμένη. Ο δεύτερος σύζυγος της δεν είχε καμιά σχέση με τον πρώτο και έζησαν μαζί πολύ καλά. Πέθανε το 1974 από καρδιά. Ένα χρόνο αργότερα πέθανε και ο άντρας της.

Η μητέρα της πέρασε δύσκολα χρόνια και τα τελευταία ήταν στο κρεβάτι κατάκοιτη υποφέροντας πολύ. πέθανε το 1956. Ο ανιψιός πέθανε το 1936 στις Φυλακές Συγγρού από καρκίνο. Η οικιακή βοηθός μετά τα χρόνια της στην φυλακή παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Τα τρία παιδιά της οικογένειας Αθανασόπουλου τα ανέλαβε η μάνα του Αθανασόπουλου Αικατερίνη. Το μικρότερο παιδί που ήταν αβάφτιστο, όταν έγινε το φονικό, πήρε το όνομα του πατέρα του, Δημήτρης Αθανασόπουλος. Ο Παναγιώτης, ένα από τα παιδιά, σκοτώθηκε στην κατοχή σε ηλικία 14 ετών.


Η διαμάχη για το βιβλίο: Εβδομήντα χρόνια μετά από το στυγερό έγκλημα η ιστορία ξανά ζωντάνεψε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου Τάσου Κοντογιαννίδη. Το βιβλίο είχε μεγάλη επιτυχία και το μόνο που δεν περίμενε ο συγγραφέας του ήταν αγωγή <<για προσβολή μνήμης >> από απογόνους της οικογένειας, ζητώντας την απαγόρευση του βιβλίου και αποζημίωση 600.000 ευρώ.«Το βιβλίο μου "Το έγκλημα στου Χαροκόπου" κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια. Λίγους μήνες αργότερα, ήρθε και η... αγωγή που συζητήθηκε στις 25 Σεπτέμβρη», λέει στα «NEA» ο κ. Κοντογιαννίδης. Τελικά κρίθηκε << αθώο >>το περιεχόμενο του βιβλίου. Το Εφετείο της Αθήνας αναφέρει : «Ο Τάσος Κοντογιαννίδης κινούμενος αποκλειστικά από δημοσιογραφικό ενδιαφέρον τήρησε τις επιβαλλόμενες από το επάγγελμά του υποχρεώσεις προς ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας, ο τρόπος δε της εκδήλωσης του ενδιαφέροντός του ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την ενημέρωση του κοινού». Στην αγωγή οι απόγονοι των ''πρωταγωνιστών'' διεκδικούσαν 600.000 ευρώ από τον συγγραφέα. Σε πρώτο βαθμό είχε γίνει δεχτή η αγωγή από το δικαστήριο και είχε επιδικάσει υπέρ τους 100.000 ευρώ,στην πορεία όμως το Εφετείο έκρινε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος για την αποζημίωση τους.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ: Το έγκλημα της χαροκόπου ήταν τόσο αποτρόπαιο που έμεινε στην μνήμη των ανθρώπων. Έγινε ακόμη και τραγούδι,σε στίχους του Ιάκωβου Μοντανάρη και μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη. Έγινε μεγάλη επιτυχία και πούλησε περισσότερους δίσκους από όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι πούλησε 250.000 δίσκους!! Κυκλοφόρησε με τον Αντώνη Νταγκλά,τον Κούρο,τη Ρόζα Εσκενάζη,την Μαρίκα Πολίτισσα και την Ζωή Κασιμάτη.

Η ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΠΕΘΕΡΑ 



Στίχοι: ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΤΑΝΑΡΗ

Μουσική: ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ

Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη
Εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη.

Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα,

Εβάλανε τον ανηψιό και τούριξε τη σφαίρα.

Κι η Φούλα τότε φώναξε: «Μάνα μου, πως σπαράζει
Κι η μάνα της της απαντά: «Πνίχτε τον!» Και διατάζει!
- Βάλτε φωτιά και κάφτε τον, και κάντε τον κομμάτια,
κι εμπρός να τον πετάξουμε, να μη μας δούμε μάτια.»
Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε,
Φωτιά του βάζουν να καεί. Στέκονται, τον κοιτάνε.
Πω, πω! Καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον, θα πιαστούμε.
Κομμάτια να τον κάνουμε, έτσι θα σκεπαστούμε!
Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια,
Με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια.
Και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει,
Μ’ αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ‘τανε η χάρη.
Για να πιαστούν οι αίτιοι, πραγματικοί φονιάδες,
Κι όχι ο γιατρός, ο φίλος του, κι οι δύο φιλενάδες.
Ένας διαβάτης που περνά, περίεργα κοιτάζει.
Τι νάναι αυτά τα δέματα; Κακό στο νου του βάζει.
Του αστυνόμου μίλησε. Στο ρέμα πάνε πάλι.
Τα δέματα ανοίξανε, βλέπουν κορμί, κεφάλι.
Ανατριχιάζουν κι έφριξαν, σαν είδανε ανθρώπου
Κορμί, κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.
Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτουμάρης,
Λεονταρίνης και λοιποί, που πρώτος είναι ο Άρης
Που έριξε όλο το φως στην εγκληματική,
Και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.
Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
Τον άντρα σου, τα νειάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου
Βρε Φούλα πως εβάσταξες, και πως βαστάς ακόμα
Εσύ νάσαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα
Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου
Την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου.
Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις, 
Από κακούργα πεθερά τα νειάτα σου να χάσεις.
Σαν τόμαθε η μανούλα του, κλίνουν τα γόνατά της,
Και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει:
- Τον γιό μου εσκοτώσανε! Πω! Πω! Κι αναστενάζει.
Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι
Εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.
Μάνα, γλυκειά μανούλα μου, πάψε τα δάκρυά σου,
Και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου.
Αυτά θα έχεις πια παιδιά. Μάνα λησμόνησέ με.
Κάνε σταυρό στην Παναγιά. Μάνα! Συγχώρεσέ με!

Το τραγούδι αυτό είχε μεγάλη επιτυχία,που ο πατέρας της Φούλας που ήταν εγκαταστημένος στον Καναδά ζήτησε να απαγορευτεί. Για τον λόγο αυτό έστειλε το αστρονομικό ποσό για την εποχή τότε των 3.000.000 δραχμών στην κυβέρνηση. Φυσικά δεν μπόρεσε να το πετύχει γιατί τραγουδιόταν από όλα τα στόματα ήδη. Το έγκλημα της Φούλας και της μάνας της συντάραξε την ελληνική κοινωνία με την αγριότητα του.Έκτοτε και μέχρι σήμερα και άλλα εγκλήματα συγκλόνισαν την κοινή γνώμη. Κανένα όμως δεν κατάφερε να γίνει τραγούδι και να μείνει τόσο έντονα στην μνήμη των ανθρώπων.


Πηγή: Oι δέκα ιστορίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα στον 20ο αιώνα, Αρχέτυπο, 2008


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Flag Counter

ΖΩΔΙΑ


ΚΑΙΡΟΣ